στο λεξικό PONS
Ex·per·te (Ex·per·tin) <-n, -n> [ɛksˈpɛrtə, ɛksˈpɛrtɪn] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Experte (Ex·per·tin)
-
-
- Experte(Expertin) αρσ (θηλ) <-n, -n>
-
- Experte(Expertin) αρσ (θηλ) <-n, -n>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.