στο λεξικό PONS
hour [aʊəʳ, αμερικ aʊr] ΟΥΣ
1. hour (60 minutes):
2. hour (on clock):
3. hour (more general):
4. hour (present time):
5. hour (for an activity):
6. hour (distance):
I. be·fore [bɪˈfɔ:ʳ, αμερικ -ˈfɔ:r] ΠΡΌΘ
1. before (at previous time to):
2. before with verbs of motion:
3. before (higher ranking):
4. before (in presence of):
5. before (for examination, consideration):
II. be·fore [bɪˈfɔ:ʳ, αμερικ -ˈfɔ:r] ΣΎΝΔ
1. before (at previous time):
2. before (rather than):
3. before (until):
III. be·fore [bɪˈfɔ:ʳ, αμερικ -ˈfɔ:r] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. before (earlier, previously):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
before-hour dealings ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- beetroot
- befall
- befell
- befit
- befitting
- before-hour dealings
- before-tax
- before taxes
- before value
- befoul
- befriend