στο λεξικό PONS
pm ΟΥΣ
pm συντομογραφία: premium
- pm
-
I. pre·mium [ˈpri:miəm] ΟΥΣ
1. premium (insurance payment):
2. premium:
3. premium ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
4. premium (bonus):
6. premium (amount paid to a landlord):
II. pre·mium [ˈpri:miəm] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. premium (high):
PM1 [ˌpi:ˈem] ΟΥΣ βρετ
PM συντομογραφία: Prime Minister
- PM
-
PM2 [ˌpi:ˈem] ΟΥΣ
PM ΟΙΚΟΛ συντομογραφία: particulate matter
- PM
-
PM3 [ˌpi:ˈem] ΟΥΣ
PM συντομογραφία: post-mortem
I. post-mor·tem [ˌpəʊs(t)ˈmɔ:tem, αμερικ ˌpoʊs(t)ˈmɔ:rt̬əm], PM ΟΥΣ
I. post-mor·tem [ˌpəʊs(t)ˈmɔ:tem, αμερικ ˌpoʊs(t)ˈmɔ:rt̬əm], PM ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
pm peak ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.