στο λεξικό PONS
Prä·mie <-, -n> [ˈprɛ:mi̯ə] ΟΥΣ θηλ
-
- Prämie θηλ <-, -n>
- agio ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Prämie θηλ <-, -n>
-
- [Versicherungs]prämie θηλ
-
- Prämie θηλ <-, -n>
-
- [Versicherungs]prämie θηλ
-
- Prämie θηλ <-, -n>
-
- [Versicherungs]prämie θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Prämie ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.