στο λεξικό PONS
I. cut [kʌt] ΟΥΣ
1. cut (act):
2. cut (slice):
3. cut (trim):
5. cut (wound):
6. cut (insult):
7. cut also ΧΡΗΜΑΤΟΠ οικ (due, share):
8. cut (decrease):
9. cut (less spending):
10. cut (abridgement):
II. cut [kʌt] ΕΠΊΘ
1. cut:
2. cut (fitted):
- cut glass, jewel
-
IV. cut <-tt-, cut, cut> [kʌt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. cut (slice):
2. cut (sever):
3. cut (trim):
4. cut (injure):
5. cut (clear):
6. cut (decrease):
7. cut (break):
8. cut (abridge):
9. cut (remove):
10. cut (miss):
12. cut οικ (desist from):
ιδιωτισμοί:
V. cut <-tt-, cut, cut> [kʌt] ΡΉΜΑ αμετάβ
5. cut αμερικ οικ (push in):
ιδιωτισμοί:
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
| I | cut |
|---|---|
| you | cut |
| he/she/it | cuts |
| we | cut |
| you | cut |
| they | cut |
| I | cut |
|---|---|
| you | cut |
| he/she/it | cut |
| we | cut |
| you | cut |
| they | cut |
| I | have | cut |
|---|---|---|
| you | have | cut |
| he/she/it | has | cut |
| we | have | cut |
| you | have | cut |
| they | have | cut |
| I | had | cut |
|---|---|---|
| you | had | cut |
| he/she/it | had | cut |
| we | had | cut |
| you | had | cut |
| they | had | cut |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- customs zone
- custom tariff laws
- cut
- cut across
- cut ahead
- cut asparagus
- cut away
- cutaway
- cut back
- cutback
- cut down