

I. teu·er <teurer, teuerste> [ˈtɔyɐ] ΕΠΊΘ
1. teuer (viel kostend):
II. teu·er [ˈtɔyɐ] ΕΠΊΡΡ
teuer (zu einem hohen Preis):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.