στο λεξικό PONS
I. dear [dɪəʳ, αμερικ dɪr] ΕΠΊΘ
1. dear:
2. dear (in letters):
II. dear [dɪəʳ, αμερικ dɪr] ΕΠΊΡΡ
III. dear [dɪəʳ, αμερικ dɪr] ΕΠΙΦΏΝ dated οικ
IV. dear [dɪəʳ, αμερικ dɪr] ΟΥΣ
1. dear (nice person):
Dear ˈJohn let·ter ΟΥΣ
dear ΕΠΊΘ
-
- etw sehr wertschätzen
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.