στο λεξικό PONS
I. dear [dɪəʳ, αμερικ dɪr] ΕΠΊΘ
1. dear:
2. dear (in letters):
II. dear [dɪəʳ, αμερικ dɪr] ΕΠΊΡΡ
III. dear [dɪəʳ, αμερικ dɪr] ΕΠΙΦΏΝ dated οικ
IV. dear [dɪəʳ, αμερικ dɪr] ΟΥΣ
1. dear (nice person):
mon·ey [ˈmʌni] ΟΥΣ no pl
1. money (cash):
2. money οικ (pay):
3. money ΧΡΗΜΑΤΟΠ (options):
ιδιωτισμοί:
dear ΕΠΊΘ
-
- etw sehr wertschätzen
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- deal with
- deamination
- dean
- dean's list
- deanery
- dear money
- dearness
- dearth
- deary
- death
- death's head