στο λεξικό PONS
In·ves·ti·ti·on <-, -en> [ɪnvɛstiˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
Investition ΟΥΣ
- Investitionen ουσ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
-
- Investitionen pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Investition ΟΥΣ θηλ
- hohe Investitionen ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
Mobilienleasing-Investition ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Portfolio-Investition ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Gesamtwert ausländischer Investitionen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.