στο λεξικό PONS
Strei·chung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Streichung (das Streichen):
2. Streichung (das Zurückziehen):
- Streichung Auftrag, Projekt
-
- Streichung Unterstützung, Zuschüsse
-
3. Streichung (gestrichene Textstelle):
- Streichung
-
-
- Streichung θηλ <-, -en>
-
- Streichung θηλ <-, -en>
-
- Streichung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Streichung der Schulden phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.