στο λεξικό PONS
I. elek·trisch [eˈlɛktrɪʃ] ΕΠΊΘ
1. elektrisch (durch Strom bewirkt):
2. elektrisch (mit Strom betrieben):
3. elektrisch (Strom führend):
II. elek·trisch [eˈlɛktrɪʃ] ΕΠΊΡΡ (mit elektrischem Strom)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
elektrisch
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.