στο λεξικό PONS
 
 An·teil <-(e)s, -e-(e)s, ohne pl> [ˈantail] ΟΥΣ αρσ
1. Anteil (Teil):
3. Anteil τυπικ (Mitgefühl):
-  Anteil
 -  
 
-  Anteil an +δοτ
 -  
 
-  niedrigsiedender Anteil
 -  
 
-  ein überproportional großer Anteil von etw δοτ
 -  
 
 
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 Anteil ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  Anteil (Unternehmensbeteiligung)
 -  
 
-  Anteil (Unternehmensbeteiligung)
 -  
 
 
 -  
 -  Anteil αρσ
 
-  
 -  Anteil αρσ
 
-  
 -  Anteil αρσ
 
-  
 -  Anteil αρσ
 
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
 Anteil ΟΥΣ αρσ
-  Anteil an Zwischenzeiten ΥΠΟΔΟΜΉ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
 -  
 
-  Anteile der Routen bei Routenwahl ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ
 -  
 
-  Anteil eines Verkehrssystems ΑΞΙΟΛΌΓ
 -  
 
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.