στο λεξικό PONS
Erb·schaft <-, -en> [ˈɛrpʃaft] ΟΥΣ θηλ
- Erbschaft
-
Erb·schaft(s)- und Schen·kungs·steu·er ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ, ΠΟΛΙΤ
- Ausschlagung einer Erbschaft
-
- Erschleichen einer Erbschaft
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Erbschaft ΟΥΣ θηλ
- Ausschlagung der Erbschaft ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
Erbschaft ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Erbschaft
-
Erbschaft- und Schenkungssteuer ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
- Erbschaft- und Schenkungssteuer
-
-
- Erbschaft θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.