στο λεξικό PONS
her·it·age [ˈherɪtɪʤ, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl
World ˈHer·it·age Site ΟΥΣ
heritage-listed ΕΠΊΘ
- heritage-listed
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
heritage stocks ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- heritage stocks (Erbschaftswerte)
- Heritage Stocks αρσ
- Heritage Stocks (Erbschaftswerte)
- heritage stocks
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- cultural heritage