στο λεξικό PONS
Stock1 <-[e]s, Stöcke> [ʃtɔk, πλ ˈʃtœkə] ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Heritage Stocks ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Heritage Stocks (Erbschaftswerte)
- heritage stocks
Targeted Stocks ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Targeted Stocks (Bereichsaktien)
- targeted stocks πλ
Alphabet-Stock ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Stock Split ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- heritage stocks (Erbschaftswerte)
- Heritage Stocks αρσ
- targeted stocks (Bereichsaktien)
- Targeted Stocks πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.