στο λεξικό PONS
Vor·zugs·recht <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Vor·zugs·gläu·bi·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Vorzugsgläubiger(in)
-
Vor·zugs·ak·ti·o·när(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Vorzugsaktionär(in)
-
Be·zugs·rechts·kurs <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Ge·winn·be·zugs·recht <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ak·ti·en·be·zugs·recht <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Be·zugs·recht <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Vor·zugs·rich·tung ΟΥΣ θηλ ΦΥΣ
- Vorzugsrichtung von Kristallen
-
Ver·wal·tungs·rechts·weg <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Vor·zugs·ra·batt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Vorzugsrecht ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Bezugsrechtserlös ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Bezugsrechtsangebot ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Bezugsrechtsabschlag ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Bezugsrechtsformel ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Bezugsrechtshandel ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Aktienbezugsrecht ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Bezugsrecht ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Vorzugskondition ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Vorzugspreis ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Zuwanderungsrecht ΟΥΣ ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.