στο λεξικό PONS
tri·bu·nal [traɪˈbju:nəl] ΟΥΣ
2. tribunal (investigative body):
ˈrent tri·bu·nal ΟΥΣ
ad·ju·di·ˈca·tion tri·bu·nal ΟΥΣ
in·dus·trial tri·ˈbu·nal ΟΥΣ βρετ
ar·bi·ˈtra·tion tri·bu·nal ΟΥΣ βρετ ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
arbitration tribunal ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
exchange arbitration tribunal ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.