στο λεξικό PONS
Be·zugs·recht <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Bezugsrecht auf Gratisaktien ΝΟΜ
-
-
- Bezugsrecht ουδ <-(e)s, -e>
-
- Bezugsrecht ουδ <-(e)s, -e>
-
- Bezugsrecht ουδ <-(e)s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bezugsrecht ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Bezugsrecht
-
-
- Bezugsrecht ουδ
-
- Bezugsrecht ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Bezugsrecht auf Gratisaktien ΝΟΜ