στο λεξικό PONS
es·ca·la·tor [ˈeskəleɪtəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΟΥΣ
1. escalator (moving stairs):
- escalator
-
2. escalator ΝΟΜ:
- escalator [clause]
-
ˈes·ca·la·tor clause ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ
- escalator clause
- Indexklausel θηλ
- escalator clause
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
escalator clause ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- escalator clause
- Indexklausel θηλ
- escalator clause
-
-
- escalator clause
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.