An·fall1 <-[e]s> ΟΥΣ αρσ kein πλ
An·fall2 <-[e]s, -fälle> ΟΥΣ αρσ
1. Anfall ΙΑΤΡ:
2. Anfall (Wutanfall):
Anfall ΟΥΣ
- Anfall αρσ ΙΑΤΡ
-
-
- epileptischer Anfall
-
- hysterischer Anfall
-
- abortiver epileptischer Anfall
-
- Anfall αρσ <-(e)s, -fälle>
-
- epileptischer Anfall
-
- Anfall αρσ <-(e)s, -fälle>
-
- Anfall αρσ <-(e)s, -fälle>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.