

- proportion
-
- proportion
-
- proportion
-
- proportions pl
- Proportionen pl
- combining proportion
-




-
- Aktienanteil αρσ


- body proportion
-




- Anteil an Zwischenzeiten ΥΠΟΔΟΜΉ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
-
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.