στο λεξικό PONS
dis·pro·por·tion·ate·ly [ˌdɪsprəˈpɔ:ʃənətli, αμερικ -ˈpɔ:r-] ΕΠΊΡΡ
1. disproportionately (unequally):
- disproportionately
-
2. disproportionately (too much):
- disproportionately
-
- disproportionately
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
disproportionately ΕΠΊΡΡ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- disproportionately
-
-
- disproportionately
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.