στο λεξικό PONS
An·teil <-(e)s, -e-(e)s, ohne pl> [ˈantail] ΟΥΣ αρσ
1. Anteil (Teil):
im [ɪm] = in dem
1. im (sich dort befindend):
IM <-s, -s> [i:ʔˈɛm] ΟΥΣ αρσ o θηλ
IM συντομογραφία: inoffizieller Mitarbeiter
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Anteile im Fremdbesitz ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Anteil ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Anteil ΟΥΣ αρσ
- Anteil an Zwischenzeiten ΥΠΟΔΟΜΉ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
-
- Anteile der Routen bei Routenwahl ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ
-
- Anteil eines Verkehrssystems ΑΞΙΟΛΌΓ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ansuchen
- Antagonist
- antanzen
- Antarktis
- antarktisch
- Anteile im Fremdbesitz
- anteilig
- Anteilinhaber
- anteilmäßig
- anteilmäßig anteilsmäßig
- Anteilnahme