στο λεξικό PONS
thrust out, thrust up ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό
-
- emporragen τυπικ
I. thrust [θrʌst] ΟΥΣ
1. thrust (forceful push):
2. thrust no pl μτφ (impetus, purpose):
3. thrust no pl ΤΕΧΝΟΛ (propulsive power):
II. thrust <thrust, thrust> [θrʌst] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. thrust <thrust, thrust> [θrʌst] ΡΉΜΑ μεταβ
1. thrust (push with force):
2. thrust μτφ (compel to do):
3. thrust (stab, pierce):
4. thrust μτφ (impel):
I. out [aʊt] ΕΠΊΘ
1. out αμετάβλ, κατηγορ:
2. out αμετάβλ, κατηγορ (outside):
3. out αμετάβλ, κατηγορ (on the move):
5. out αμετάβλ, κατηγορ (available):
6. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (existing):
7. out αμετάβλ, κατηγορ (known):
8. out αμετάβλ, κατηγορ:
9. out αμετάβλ, κατηγορ (finished):
10. out αμετάβλ, κατηγορ ΑΘΛ:
11. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
12. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
13. out αμετάβλ, κατηγορ (not possible):
15. out αμετάβλ, κατηγορ (inaccurate):
16. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (in search of):
19. out αμετάβλ, κατηγορ debutante:
II. out [aʊt] ΕΠΊΡΡ
1. out αμετάβλ:
2. out αμετάβλ:
3. out αμετάβλ (away from home, for a social activity):
4. out αμετάβλ:
5. out αμετάβλ (fully, absolutely):
6. out αμετάβλ (aloud):
7. out αμετάβλ (to an end, finished):
8. out αμετάβλ (out of prison):
-
- jdn freilassen
9. out αμετάβλ (unconscious):
10. out αμετάβλ (dislocated):
11. out αμετάβλ (open):
12. out αμετάβλ (outdated):
15. out αμετάβλ (at a distant place):
16. out αμετάβλ (towards a distant place):
III. out [aʊt] ΡΉΜΑ μεταβ
| I | thrust out |
|---|---|
| you | thrust out |
| he/she/it | thrusts out |
| we | thrust out |
| you | thrust out |
| they | thrust out |
| I | thrust out |
|---|---|
| you | thrust out |
| he/she/it | thrust out |
| we | thrust out |
| you | thrust out |
| they | thrust out |
| I | have | thrust out |
|---|---|---|
| you | have | thrust out |
| he/she/it | has | thrust out |
| we | have | thrust out |
| you | have | thrust out |
| they | have | thrust out |
| I | had | thrust out |
|---|---|---|
| you | had | thrust out |
| he/she/it | had | thrust out |
| we | had | thrust out |
| you | had | thrust out |
| they | had | thrust out |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- thrum
- thruppence
- thruppenny
- thrush
- thrust
- thrust out
- thrust up
- thruway
- THS transaction
- thud
- thug