στο λεξικό PONS
dead ˈshort ΟΥΣ ΗΛΕΚ
I. dead [ded] ΕΠΊΘ
1. dead αμετάβλ (not alive):
2. dead αμετάβλ:
6. dead (boring, deserted):
8. dead μτφ οικ (exhausted):
9. dead αμετάβλ (not functioning):
11. dead προσδιορ, αμετάβλ (totally):
12. dead αμετάβλ (fast asleep):
ιδιωτισμοί:
II. dead [ded] ΕΠΊΡΡ
1. dead αμετάβλ οικ (totally):
2. dead αμετάβλ (exactly):
ιδιωτισμοί:
III. dead [ded] ΟΥΣ
1. dead (people):
2. dead:
I. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΕΠΊΘ
1. short (not long):
3. short (not far):
4. short (brief):
5. short (not enough):
8. short ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
ιδιωτισμοί:
II. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΟΥΣ
III. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΕΠΊΡΡ
dead ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
dead ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
short ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.