στο λεξικό PONS
un·pro·duk·tiv [ˈʊnprodʊkti:f] ΕΠΊΘ
1. unproduktiv ΟΙΚΟΝ (keine Werte schaffend):
- unproduktiv
-
2. unproduktiv (nichts erbringend, unergiebig):
- unproduktiv
-
-
- unproduktiv
-
- unproduktiv
-
- unproduktiv
-
- unproduktiv
-
- unproduktiv
-
- unproduktiv
-
- unproduktiv
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- unproduktiv
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.