bar·ren [ˈbærən, αμερικ esp ˈber-] ΕΠΊΘ
1. barren:
- barren ΓΕΩΡΓ land
-
- barren ΒΟΤ, ΖΩΟΛ animal, plant
-
- barren ΒΟΤ, ΖΩΟΛ animal, plant
-
2. barren απαρχ (of woman):
- barren
-
3. barren (lifeless):
4. barren (producing no results):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.