στο λεξικό PONS
flight1 [flaɪt] ΟΥΣ
1. flight ενικ:
2. flight:
3. flight (journey):
4. flight + ενικ/pl ρήμα (group):
5. flight (series):
6. flight also χιουμ (whim):
7. flight ΑΘΛ:
- flight in darts
- Befiederung θηλ
I. top2 [tɒp, αμερικ tɑ:p] ΟΥΣ
1. top (highest part):
2. top (upper surface):
3. top no pl (highest rank):
4. top ΜΌΔΑ:
5. top (head end):
7. top (lid):
8. top (in addition to):
ιδιωτισμοί:
II. top2 [tɒp, αμερικ tɑ:p] ΕΠΊΘ
1. top προσδιορ, αμετάβλ (highest):
2. top (best):
3. top (most successful):
IV. top2 <-pp-> [tɒp, αμερικ tɑ:p] ΡΉΜΑ μεταβ
1. top (be at top of):
2. top (cover):
3. top (surpass):
I. share [ʃeəʳ, αμερικ ʃer] ΟΥΣ
1. share (part):
2. share usu pl (in company):
II. share [ʃeəʳ, αμερικ ʃer] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. share (with others):
2. share (have part of):
III. share [ʃeəʳ, αμερικ ʃer] ΡΉΜΑ μεταβ
1. share (divide):
2. share (have in common):
3. share (communicate):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
top-flight share ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- erstklassige Aktie ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
| I | top |
|---|---|
| you | top |
| he/she/it | tops |
| we | top |
| you | top |
| they | top |
| I | topped |
|---|---|
| you | topped |
| he/she/it | topped |
| we | topped |
| you | topped |
| they | topped |
| I | have | topped |
|---|---|---|
| you | have | topped |
| he/she/it | has | topped |
| we | have | topped |
| you | have | topped |
| they | have | topped |
| I | had | topped |
|---|---|---|
| you | had | topped |
| he/she/it | had | topped |
| we | had | topped |
| you | had | topped |
| they | had | topped |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- top dog
- top-down
- top-down principle
- top drawer
- top-drawer
- top-flight share
- top form
- top gear
- top hat
- top-hatted
- top-heavy