Kum·mer <-s> [ˈkʊmɐ] ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Kummer (Betrübtheit):
- Kummer
-
2. Kummer (Unannehmlichkeiten):
- Kummer
-
- Kummer
-
-
- Kummer αρσ <-s>
-
- Kummer αρσ <-s>
-
- Kummer αρσ <-s>
-
- Kummer αρσ <-s>
-
- Kummer ουδ <-s> kein pl
-
- Kummer αρσ <-s>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.