 
  
 I. hold [həʊld, αμερικ hoʊld] ΟΥΣ
1. hold (grasp, grip):
2. hold μτφ:
3. hold (esp climbing):
4. hold (wrestling, martial arts):
5. hold ΤΗΛ:
6. hold (delay):
7. hold (control, influence):
8. hold μτφ (everything allowed):
9. hold μτφ (find):
10. hold (understand):
11. hold ΜΌΔΑ:
12. hold ΝΑΥΣ, ΑΕΡΟ:
13. hold Η/Υ:
-  
-  Halteimpuls αρσ
II. hold <held, held> [həʊld, αμερικ hoʊld] ΡΉΜΑ μεταβ
1. hold (grasp, grip):
2. hold (carry):
3. hold (maintain):
4. hold (retain, restrain):
5. hold (keep):
6. hold (delay, stop):
7. hold (have room for):
8. hold (involve):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
 
  
 