στο λεξικό PONS
I. as [æz, əz] ΣΎΝΔ
1. as (while):
2. as (in the way that, like):
3. as (because):
4. as (used to add a comment):
5. as (though):
ιδιωτισμοί:
II. as [æz, əz] ΠΡΌΘ
2. as (in the capacity, function of):
3. as (like, being):
III. as [æz, əz] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. as (in comparisons):
2. as (indicating an extreme):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.