στο λεξικό PONS
Steu·er1 <-s, -> [ˈʃtɔyɐ] ΟΥΣ ουδ
1. Steuer ΑΥΤΟΚ:
2. Steuer ΝΑΥΣ:
Steu·er2 <-, -n> [ˈʃtɔyɐ] ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Ab·gleich <-[e]s, -e> ΟΥΣ αρσ
I. vor [fo:ɐ̯] ΠΡΌΘ
1. vor +δοτ (davor befindlich):
2. vor +δοτ μτφ (für):
3. vor +δοτ μτφ (in Gegenwart von):
5. vor +δοτ μτφ (bezüglich):
6. vor +αιτ (auf die Vorderseite):
11. vor +δοτ (früher):
12. vor +δοτ (Reihen-, Rangfolge):
13. vor +δοτ (bevorstehend):
14. vor +δοτ (bedingt durch):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- abgewöhnen
- abgewrackt
- abgezehrt
- abgezinst
- abgezogen
- Abgleich vor Steuer
- abgleiten
- Abgott
- Abgötterei
- abgöttisch
- abgraben