Un·mög·lich·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ a. ΝΟΜ
- Unmöglichkeit
-
- nachträgliche/rechtliche Unmöglichkeit
-
- objektive/subjektive Unmöglichkeit
-
- teilweise Unmöglichkeit
-
Ding <-[e]s, -e [o. οικ -er]> [dɪŋ] ΟΥΣ ουδ
2. Ding (Angelegenheiten, Vorgänge, Ereignisse):
3. Ding οικ (unbestimmte Sache):
5. Ding ΦΙΛΟΣ:
ιδιωτισμοί:
-
- Unmöglichkeit θηλ <->
-
- Unmöglichkeit θηλ <->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.