Unmöglichkeit <-> [ˈ----, ˈ-ˈ---] SUBST θηλ ενικ ΝΟΜ
- Unmöglichkeit
- αδυναμία θηλ
- anfängliche Unmöglichkeit
-
- nachträgliche Unmöglichkeit
-
- rechtliche Unmöglichkeit
-
- objektive/subjektive Unmöglichkeit
-
- zeitweilige Unmöglichkeit
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- anfängliche Unmöglichkeit
- nachträgliche Unmöglichkeit
- rechtliche Unmöglichkeit
- zeitweilige Unmöglichkeit