I. nach·träg·lich [ˈna:xtrɛ:klɪç] ΕΠΊΘ
II. nach·träg·lich [ˈna:xtrɛ:klɪç] ΕΠΊΡΡ
- nachträgliche/rechtliche Unmöglichkeit
-
- nachträgliche Verfügung
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.