Meis·te·rin <-, -nen> ΟΥΣ θηλ
Meisterin θηλυκός τύπος: Meister
Meis·ter(in) <-s, -> [ˈmaistɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Meister:
ιδιωτισμοί:
Meis·ter(in) <-s, -> [ˈmaistɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Meister:
ιδιωτισμοί:
meis·te(r, s) ΑΝΤΩΝ αόρ υπερθ: viel
1. meiste(r, s) adjektivisch, + ουσ ενικ:
2. meiste(r, s) adjektivisch, + ουσ ενικ:
3. meiste(r, s) substantivisch:
4. meiste(r, s) substantivisch:
I. viel [fi:l] ΑΝΤΩΝ αόρ ενικ
II. viel [fi:l] ΆΡΘ αόρ ενικ
III. viel <mehr, meiste> [fi:l] ΕΠΊΘ
1. viel ενικ, προσδιορ, αμετάβλ:
2. viel ενικ, προσδιορ:
3. viel ενικ, προσδιορ:
4. viel ενικ, allein stehend, αμετάβλ:
5. viel πλ, προσδιορ:
6. viel πλ, allein stehend:
7. viel mit vorangestelltem Vergleichsadverb:
IV. viel <mehr, am meisten> [fi:l] ΕΠΊΡΡ
1. viel (häufig):
2. viel (wesentlich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.