στο λεξικό PONS
Meist·bie·ten·de(r) <-n, -n> κλιν τύπος wie επίθ ΟΥΣ θηλ(αρσ) ΟΙΚΟΝ
meist·bie·tend ΕΠΊΘ αμετάβλ, προσδιορ ΟΙΚΟΝ
meist·bie·tend ΕΠΊΘ αμετάβλ, προσδιορ ΟΙΚΟΝ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Meise
- Meisel
- Meißel
- meißeln
- meist
- Meistbietende Meistbietender
- meiste meister meistes
- meisten
- meistens
- meistenteils
- Meister