hath [βρετ haθ, αμερικ hæθ] 3ª persona ενικ pres. αρχαϊκ
hath → have
I. have <3ª persona ενικ pres. has, παρελθ/μετ παρακειμ had> ΡΉΜΑ μεταβ [βρετ hav, αμερικ hæv, həv, (ə)v]
2. have (consume):
3. have (want):
4. have (receive, get):
5. have (hold):
6. have (exert, exhibit):
7. have (spend):
8. have (be provided with):
9. have (undergo, suffer):
10. have (cause to be done):
11. have (cause to become):
12. have (allow):
13. have (physically hold):
14. have (give birth to):
15. have (as impersonal verb):
16. have (puzzle):
17. have (have at one's mercy):
II. have <3ª persona ενικ pres. has, παρελθ/μετ παρακειμ had> ΡΉΜΑ βοηθ ρήμα έγκλ [βρετ hav, αμερικ hæv, həv, (ə)v]
2. have (need to):
III. have <3ª persona ενικ pres. has, παρελθ/μετ παρακειμ had> ΡΉΜΑ βοηθ ρήμα [βρετ hav, αμερικ hæv, həv, (ə)v]
1. have:
2. have (in tag questions etc.):
3. have (in time clauses):
V. have
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.