στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. difficile [difˈfitʃile] ΕΠΊΘ
1. difficile (disagevole, arduo):
2. difficile (complicato):
3. difficile (poco probabile):
4. difficile (intrattabile):
5. difficile (esigente):
II. difficile [difˈfitʃile] ΟΥΣ αρσ θηλ (persona)
στο λεξικό PONS
I. difficile [dif·ˈfi:·tʃi·le] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.