στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. heavy [βρετ ˈhɛvi, αμερικ ˈhɛvi] ΕΠΊΘ
1. heavy (having weight):
2. heavy (thick):
3. heavy (large):
4. heavy (weighty, ponderous) μτφ:
- heavy movement, step
-
- heavy irony, humour, responsibility
-
- heavy sigh
-
5. heavy (abundant):
- heavy traffic, gunfire
-
- heavy bleeding
-
- heavy period
-
- heavy charge, investment
-
6. heavy (severe):
7. heavy (strong):
- heavy perfume, scent, concentration
-
- heavy accent
-
8. heavy ΜΕΤΕΩΡ:
11. heavy (difficult, serious):
II. heavy [βρετ ˈhɛvi, αμερικ ˈhɛvi] ΕΠΊΡΡ
III. heavy [βρετ ˈhɛvi, αμερικ ˈhɛvi] ΟΥΣ οικ
1. heavy:
- heavy (person)
-
heavy-duty [βρετ ˌhɛvɪˈdjuːti, αμερικ ˈˌhɛvi ˈˌd(j)udi] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.