στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. delicate [βρετ ˈdɛlɪkət, αμερικ ˈdɛlɪkət] ΕΠΊΘ
1. delicate:
3. delicate (finely tuned):
-  delicate mechanism, balance
-  
4. delicate (not robust):
στο λεξικό PONS
 
  
 delicate [ˈde·lɪ·kət] ΕΠΊΘ
5. delicate (highly sensitive):
-  delicate
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 