

I. ganz [gants] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. ganz προσδιορ, + ενικ ουσ:
2. ganz προσδιορ, + πλ ουσ οικ (alle):
3. ganz προσδιορ (mit Zahlwort):
5. ganz οικ (unbeschädigt):
6. ganz προσδιορ οικ:
II. ganz [gants] ΕΠΊΡΡ
1. ganz:
2. ganz (ziemlich):
3. ganz (vollständig):
4. ganz (über und über, durch und durch):
5. ganz (absolut):


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.