Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fils <πλ fils> [fis] ΟΥΣ αρσ
- fils
-
I. fil [fil] ΟΥΣ αρσ
II. au fil de ΠΡΌΘ
III. fil [fil]
- fil chirurgical ΙΑΤΡ
-
- fil conducteur ΗΛΕΚ
-
- fil discontinu ΚΛΩΣΤ
-
- fil de discussion Η/Υ
-
- fil électrique ΗΛΕΚ
-
IV. fil [fil]
patte [pat] ΟΥΣ θηλ
1. patte ΖΩΟΛ:
2. patte οικ:
5. patte ΜΌΔΑ:
6. patte (favori):
ιδιωτισμοί:
I. inventer [ɛ̃vɑ̃te] ΡΉΜΑ μεταβ
II. s'inventer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
I. coudre [kudʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
I. coiffer [kwafe] ΡΉΜΑ μεταβ
1. coiffer (arranger les cheveux de):
2. coiffer (couvrir la tête):
II. se coiffer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. se coiffer:
στο λεξικό PONS
fil [fil] ΟΥΣ αρσ
1. fil:
ιδιωτισμοί:
fil [fil] ΟΥΣ αρσ
1. fil:
4. fil (corde à linge):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.