Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. couture [kutyʀ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- couture
-
II. couture [kutyʀ] ΟΥΣ θηλ
1. couture:
στο λεξικό PONS
couture [kutyʀ] ΟΥΣ θηλ
1. couture (action, ouvrage):
- couture
-
2. couture (profession):
3. couture (suite de points):
- couture
-
- couture
- couture θηλ
-
- couture θηλ
-
- couture θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.