Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
unhappy [βρετ ʌnˈhapi, αμερικ ˌənˈhæpi] ΕΠΊΘ
1. unhappy (miserable):
- unhappy person, childhood
-
- unhappy face, occasion
-
2. unhappy (dissatisfied):
3. unhappy (concerned):
4. unhappy (unfortunate):
- unhappy situation, coincidence, remark, choice
-
- bitterly unhappy, angry
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.