Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
bitterly [βρετ ˈbɪtəli, αμερικ ˈbɪdərli] ΕΠΊΡΡ
1. bitterly (resentfully):
- bitterly complain, resent, laugh, speak
-
2. bitterly (intensely):
- bitterly unhappy, angry
-
- bitterly criticized, disappointed
-
- bitterly regret
-
- bitterly fight, contest
-
- bitterly weep
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.