Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
 loup [lu] ΟΥΣ αρσ
1. loup (mammifère):
5. loup ΤΕΧΝΟΛ (défaut):
ιδιωτισμοί:
I. jeune [ʒœn] ΕΠΊΘ
1. jeune (non vieux):
2. jeune (cadet) avant ουσ:
3. jeune (nouveau dans son état) avant ουσ:
II. jeune [ʒœn] ΟΥΣ αρσ θηλ
III. jeune [ʒœn] ΕΠΊΡΡ
gueule-de-loup <πλ gueules-de-loup> [ɡœldəlu] ΟΥΣ θηλ
στο λεξικό PONS
 
 loup [lu] ΟΥΣ αρσ
1. loup (mammifère):
-  loup
 -  
 
 
 -  
 -  loup αρσ
 
-  
 -  loup αρσ
 
 
 loup [lu] ΟΥΣ αρσ
1. loup (mammifère):
-  loup
 -  
 
 
 -  
 -  loup αρσ
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.