Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. continu (continue) [kɔ̃tiny] ΕΠΊΘ
- continu (continue)
-
II. continu ΟΥΣ αρσ
continu αρσ:
- continu
-
III. en continu ΕΠΊΡΡ
-
- continu
-
- contrôle αρσ continu
- continuous growth, flow, decline
- continu
- continuous noise
- continu
- continuous gene
- continu
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.