Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
continuously [βρετ kənˈtɪnjʊəsli, αμερικ kənˈtɪnjʊəsli] ΕΠΊΡΡ
1. continuously (without a break):
- continuously sing, talk
-
2. continuously (repeatedly):
- continuously
-
-
- continuously
- constamment augmenter
- continuously
- sans interruption ouvert, habité, bombardé
- continuously
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.