Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
unbroken [βρετ ʌnˈbrəʊk(ə)n, αμερικ ˌənˈbroʊkən] ΕΠΊΘ
1. unbroken (uninterrupted):
- unbroken series, sequence, silence
-
- unbroken view
-
- unbroken curve
-
2. unbroken (intact):
-
- unbroken
στο λεξικό PONS
-
- unbroken
-
- unbroken
-
- unbroken
-
- unbroken
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.